αποτεφρωτήρας

αποτεφρωτήρας
ο
τεχνολ. συσκευή με τη μορφή κλιβάνου που χρησιμοποιείται για αποτέφρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποτεφρωτήρας — ο συσκευή για την καύση των νεκρών ή των άχρηστων πραγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεματόριο — το αποτεφρωτήρας νεκρών, αποτεφρωτικός κλίβανος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”